Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Η αυτοβιογραφία ενός πληρωμένου φονιά Νο.4

-Το πρώτο <γραφείο> μου το 'στησα στη διασταύρωση των λεωφόρων Γουίλκινς, 'Ιντερβαλ και της οδού Τζένινγκς στο Μπρονξ. Με λίγα λόγια, βρισκόμουν

ακριβώς στην καρδιά του εμπορικού κέντρου της περιοχής. Στη μια γωνιά ήταν

ένα εβραϊκό ψιλικατζίδικο, στην απέναντι ένα ζαχαροπλαστείο -που στην ουσία

ήταν γραφείο στοιχημάτων- και ακριβώς δίπλα απ' αυτό ένα μεγάλο φαρμακείο.

Εκεί γύρω απ' το τετράγωνο που είχα στήσει το <μαγαζί> μου βρίσκονταν σκορπισμένα και μερικά υπαίθρια μανάβικα. Τότε έμενα στην οδό Φρήμαν κι

έπρεπε να πηγαίνω με τα πόδια ένα ολόκληρο τετράγωνο για να φτάσω στο πόστο

μου. Την πρώτη μέρα σ' αυτή τη δουλειά σηκώθηκα γύρω στις έξι παρά τέταρτο

και φόρεσα το ένα πάνω από το άλλο το δυο πιο ζεστά μου πουκάμισα. Ήτανε

τέλη Σεπτέμβρη και δεν είχα σακάκι. Τελικά έχωσα σε μια τσέπη έ να μπλοκ και

δυο μολύβια, πήρα παραμάσχαλα ένα πλιάν τραπεζάκι και μια μικρή καρέκλα και

ξεκίνησα να στήσω το <γραφείο> μου. Γύρω στις εξίμισι ήμουν έτοιμος να

δεχτώ την εκλεκτή μου<πελατεία>.Ά

-Ο πρώτος πελάτης ήταν ο ιδιοκτήτης ενός μανάβικου· ποντάρισε 10 σεντς στον

αριθμό 013 -το θυμάμαι σαν να είναι τώρα- και με είδε που τουρτούριζα. Έβγαλε τότε το σακάκι του και το 'ριξε στους ώμους μου. Τις επόμενες μέρες συνέχισε να κάνει την ίδια δουλειά. Ερχόταν με το σακάκι του στη <δουλειά>, μου το 'δινε να το φοράω όσο καθόμουν εκεί και μετά το ξανάπαιρνε πίσω πριν φύγει για το σπίτι του. Αυτό κράτησε σχεδόν ένα μήνα μέχρι που αγόρασα δικά μου ρούχα.Ά

-Περνούσα πολλές ώρες καθισμένος μπροστά στο τραπεζάκι μου. Το 'χα διακοσμήσει έτσι ώστε ν α κάνει εντύπωση και είχα ντύσει την επιφάνειά του με μια έγχρωμη φωτογραφία του παλατιού του Μπάγκιχαμ. Κάθε φορά που τέλειωνα τ' άφηνα σε κάποιο από τα μανάβικα για να μη το κουβαλάω μπρος πίσω. Η πελατεία μου απαρτιζόταν από τους υπαλλήλους των γύρω μαγαζιών, από περαστικούς κι από τις νοικοκυρές της περιοχής που έρχονταν τα πρωινά ειδικά και μόνο για ν' αγοράσουν λαχνούς. Απ' όλους τους πελάτες μου ξεχώριζα έναν Ήταν κάποιος κοντούλης, μικροκαμωμένος νέγρος με στραβό ποδάρι. Κάποτε τον ρώτησα τι θα 'κανε αν κέρδιζε. Δε νομίζω ότι πίστευε σε τέτοια τύχη. Παρ' όλα αυτά ερχόταν κούτσα κούτσα κάθε πρωί, έριχνε πάνω στο τραπέζι μου τρία σεντς και μου 'λεγε: <Τι θα γίνει, γιόκα; Θα μου δώσεις σήμερα το τυχερό;> Και κάθε φορά του απαντούσα : <Νομίζω πως σήμερα θα 'ναι η τυχερή σου μέρα>. 'Ομως αλλιώς τα θέλουν οι άνθρωποι, αλλιώς ο Θεός. Μέχρι τη μέρα που έγινα ελεγκτής και παράτησα το πόστο, ο ανάπηρος νέγρος δεν έλειψε ούτε μια φορά.Ά

-Την πρώτη μέρα έβγαλα 100 δολάρια και κάτι ψιλά από τους περαστικούς που πήγαιναν στις δουλειές τους. 'Ήταν η εποχή που ο κόσμος δεν έπαιζε όπως τζογάρει σήμερα. Ποντάριζαν από 1 έως 5 σεντς. Όποιος ποντάριζε κόρι (15 σεντς) θεωρούνταν πολύ γερός παίκτης. Εκείνη την ημέρα έμαθα και κάτι πολύ σπουδαίο: δεν μπορείς να κάνεις τίποτε χωρίς κοντράτο. Το κοντράτο είναι μια συμφωνία για να μπορείς να κάνεις την οποιαδήποτε δουλειά, από το να <λαδώσεις> κάποιο μπάτσο μέχρι φόνο. Η συμφωνία κλείνεται αποκλειστικά και μόνο προφορικά για ευνόητους λόγους. Όμως στην επιχείρηση <'Οργανωμένο Έγκλημα> ο λόγος σου είναι συμβόλαιο! Αν σου δώσω λεφτά και μου δώσεις το λόγο σου πως θα μου τα γυρίσεις μέσα στα χρονικά όρια που θα συμφωνήσουμε, έχω την απαίτηση να κρατήσεις την υπόσχεσή σου. Αν παραβείς το λόγο σου, οι συνέπειες που θα έχεις κυμαίνονται από πολύ κακές μέχρι... πάρε μέτρα για φέρετρο.Ά

-Στις 8 το πρωί εκείνης της πρώτης μέρας -Δευτέρα ήταν νομίζω- ο αστυφύλακας που έκανε περιπολία στην περιοχή, ήρθε μέχρι το στέκι μου και αφού βεβαιώθηκε πως Δε μ' ενοχλούσε κανείς, έφυγε. Ποτέ δεν έμαθα πόσο χρέωνε ο μπάτσος την προστασία ή ποιος τον πλήρωνε. Πάντως από μένα Δε ζήτησε ποτέ δεκάρα. Από εκείνη την ημέρα μέχρι τα σήμερα, αν εξαιρέσεις τον καιρό της θητείας μου στον στρατό, δεν έχω κάνει ούτε μισής ώρας τίμια δουλειά.Ά

-Μικρός ακόμη, εκτός από τους <αριθμούς> ανακατευόμουνα και με χίλια δυο άλλα πράγματα. Ένα φεγγάρι, μαζί με μερικούς άλλους, κάναμε εφόδους στο Γραφείο Διευθύνσεως Τιμών στην 57η Οδό, στο Μανχάταν. Επειδή ήμουν μικρόσωμος, μπορούσα εύκολα να χώνομαι μέσα από τον γκισέ και να βουτάω με το τσουβάλι κουπόνια τροφίμων που περίμεναν εκεί για κάψιμο. Είχαμε αρπάξει από κει μέσα ίσαμε έναν τόνο: κουπόνια για ζάχαρη, κουπόνια για βενζίνη, κουπόνια για κονσέρβες, κουπόνια για ό,τι βάλει ο νους σου. Τα κλέβαμε, που λες, τα φέρναμε στο κέντρο της πόλης και τα πουλούσαμε στους κατά τα άλλα έντιμους και αξιότιμους πολίτες!Ά

-Ένας τύπος που γνωρίζαμε είχε ένα φορτηγάκι μ' ένα βαρέλι στην καρότσα που

χώραγε 50 γαλόνια βενζίνη. Πηγαίναμε λοιπόν και σταματούσαμε δίπλα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα και μεταγγίζαμε βενζίνη από τα ρεζερβουάρ τους στο

βαρέλι του φίλου μας. Άλλες φορές πάλι σηκώναμε τ' αμάξια μ' έναν γρύλο και κλέβαμε τα λάστιχά τους. Κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας και φαντάσου ότι στην τρυφερή ηλικία των 11 χρόνων οικονομούσα εβδομήντα με εκατό δολάρια την

ημέρα. Όταν είσαι τόσο φτωχός όσο ήμουν εγώ τότε, έχεις μιαν απλή αρχή: κάνεις οτιδήποτε σου τύχει προκειμένου να επιβιώσεις.Ά

-Το ότι ήμουνα ο ντόπιος <υπάλληλος> της τοπικής οργάνωσης που έπαιζε τους

<αριθμούς> ήταν κοινό μυστικό. Ποιος νόμιζαν ότι τους τσέπωνε τα ωραία τους λεφτά; Η υποκρισία, που μου δίνει στα νεύρα σήμερα, υπήρχε και τότε.Μερικοί

Φαρισαίοι έλεγαν <Δεν είναι τρομερό; Αυτό το παιδάκι, για να πουλάει λαχνούς σίγουρα είναι ανακατεμένο με κακοποιούς>, κι ύστερα έβαζαν το χέρι στην τσέπη για ν' αγοράσουν από μένα τους λαχνούς τους. Χωρίς τις καθημερινές τους συνδρομές, φυσικό είναι πως δε θα υπήρχα ούτε εγώ ούτε το <γραφείο> μου, επομένως θα ήμουν αναγκασμένος να βρω κάποια άλλη απασχόληση. Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτούς τους ανθρώπους. Όλοι τους μου κοπανούσαν το ίδιο μαλακισμένο τροπάρι, <Δεν είναι σωστό να κάνεις αυτή τη δουλειά>, όμως _τι τα θες;_ κανένας δε βρέθηκε να μου πει, <θέλεις, βρε, να σε μάθω μια τέχνη; θέλεις να σε βοηθήσω να βρεις μια δουλειά;>. Μπα! Ποτέ κανείς τους δε μου 'πε κάτι τέτοιο. Έτσι κι εγώ έμαθα τη δικιά

μου τέχνη. Τα δεκατέσσερά μου ήταν ένας πολύ σημαντικός σταθμός στη ζωή μου.

Παράλληλα με την επιτυχία μου σαν λαχνοπώλης είχα και την πρώτη μου σεξουαλική εμπειρία. Την έλεγαν Μάρτζι και ήταν 19 χρόνων. Ένα πολύ καθωσπρέπει κορίτσι Είχε κοντά, καστανά μαλλιά, γλυκό προσωπάκι και τεράστια βυζιά. Απ' ότι έμαθα αργότερα, δεν ήμουνα εγώ προσωπικά που της είχα προξενήσει κάποια ιδιαίτερη εντύπωση. Απλώς ήταν η <βίδα> της τέτοια, να τα φτιάχνει με αγόρια που 'χαν τη φήμη του σκληρού καρυδιού. Και να σου πω, υπάρχουν πολλές τέτοιες γκόμενες. Το νταραβέρι με κακοποιά στοιχεία φαίνεται τις γλυκαίνει ανάμεσα στα σκέλια!Ά

-Η Μάρτζι κι εγώ είχαμε βγει κάμποσες φορές έξω, χωρίς όμως να συμβεί τίποτα μεταξύ μας. Προσωπικά δεν έβλεπα την ώρα να χουφτώσω τις βυζάρες της αλλά βλέπεις λόγω απειρίας δεν ήξερα από που ν' αρχίσω! Ένα βράδυ πήγαμε στο σπίτι της ν' ακούσουμε στο ραδιόφωνο μια εκπομπή με τον Μπομπ Χόουπ. Οι γονείς της έλειπαν διακοπές κι έτσι είχαμε όλο το σπίτι στη διάθεσή μας. Όταν τελείωσε η εκπομπή αποφάσισα να κάνω ένα ντους -βλέπεις ποτέ δεν είχαμε ζεστό νερό στο σπίτι μας- κι όταν βγήκα τη βρήκα να με περιμένει με μια πετσέτα στα χέρια. Ήτανε

η πρώτη φορά στη ζωή μου που κάποια γυναίκα μ' έβλεπε γυμνό, εκτός από τη μάνα μου. Προσπάθησα όσο μπορούσα να μη χάσω την ψυχραιμία μου. Την άφηνα να με πασπατέψει για λίγο. Μετά μπήκε και αυτή στο μπάνιο. Μόλις είχα αρχίσει να ντύνομαι, όταν μπήκε πάλι στο δωμάτιο τελείως γυμνή. Με τη σειρά μου κι εγώ πρώτη φορά που έβλεπα γυμνή γυναίκα, εκτός από τα περιοδικά. Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι κι άρχισε να μου χαϊδεύει ολόκληρο το κορμί. Μέχρι τα τότε ό,τι ήξερα περί σεξ, ήταν όσα είχα ακουστά από δω και από κει. Πάντως τα κατάφερα να μη τα χάσω. Τελικά, έχωσε τη γλώσσα της στ' αυτί μου και τότε άναψα και πήρα φόρα.... Αυτό ήταν.Ά

-Εξακολούθησα να τη βλέπω για ένα χρόνο και... μου 'μαθε πολλά!! Όταν έγινα 15 χρόνων είχα ήδη αρχίσει να βαράω ανθρώπους για το χρήμα. Την ίδια περίπου εποχή είχα γίνει ελεγκτής στους λαχνοπώλες της περιοχής μου και κέρδιζα μια μικρή περιουσία σε σύγκριση με τα λεφτά που οικονομούσα παλιότερα. Δουλειά μου, σαν ελεγκτής, ήταν να γυρνάω και να μαζεύω τις εισπράξεις των άλλων που είχαν στέκια κι έπαιζαν τους <αριθμούς> με τον κοσμάκη. Δίπλωμα οδήγησης δεν είχα, αλλά παρ' όλα αυτά, οδηγούσα ένα ωραίο αμάξι για να κάνω τη δουλειά μου πιο γρήγορα. Εξακολουθούσα να κρατάω τη γερή πελατεία της γωνιάς Τζένινγκς και Γουίλκινς, αλλά είχα βάλει άλλον στο παλιό πόστο μου να μαζεύει τις πενταροδεκάρες. Είχα σαράντα <υπαλλήλους> που δούλευαν για μένα και έπαιρνα το 10% επί των εισπράξεών τους συν 35% από τους δικούς μου πελάτες (τα υπόλοιπα πήγαιναν στον

συντονιστή, τ' αφεντικό της ντόπιας οργάνωσης) _ δηλαδή κέρδιζα γύρω στα 500

δολάρια ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ κι όλ' αυτά στα 15 μου χρόνια!Ά

-Σαν αντάλλαγμα γι' αυτό το 10%, είχα την ευθύνη του <υπαλλήλου>. Έκλεινα συμφωνίες και <λάδωνα> τους αστυνομικούς και στην περίπτωση που τσάκωναν

κάποιον από τους ανθρώπους μου, πλήρωνα φίφτι-φίφτι μ' αυτόν τα έξοδα του

δικηγόρου του. Δούλεψα σαν ελεγκτής περίπου δυο χρόνια και σ' αυτό το διάστημα έκανα και τον νούμερο ένα φόνο μου, για τον οποίο θα σου μιλήσω ύστερα. Μετά η καριέρα μου σταμάτησε ξαφνικά. Τρεις Ιταλιάνοι από το Φόρντχαμ, είδαν ότι τα πήγαινα μια χαρά κι ότι ήμουνα νέος. Ήλθαν λοιπόν μια μέρα κι έτσι στα καλά καθούμενα μου ανακοινώνουν ότι αποφάσισαν να με κάνουν συνεταίρο τους. Δηλαδή να με κάνουν συνεταίρο τους στη δική μου δουλειά!! Βέβαια, μπορούσα να πάω στους πιο πάνω από μένα και να τους πω ότι έχω φασαρίες, αλλά άμα φέρεσαι σαν

χέστης, τ' αφεντικά σε κοιτάζουν με μισό μ άτι κι αρχίζουν να την ψυλλιάζονται πως δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα μονάχος σου και να σε <μετράνε> για μπουνταλά και φλούφλη. Θα καθάριζαν για πάρτη μου, το δίχως άλλο, αλλά οι πιθανότητες προαγωγής μου θα έπεφταν στο μηδέν! Φυσικά ούτε λόγος πως θ' άφηνα να χάσω έτσι άδοξα 500 πράσινα την ημέρα. Δε μου το επέτρεπαν κι οι περιστάσεις, αφού ότι

οικονομούσα τα έκανα άνεμο. Έδινα μερικά φράγκα στο γέρο μου και τα υπόλοιπα τα ξόδευα στον τζόγο ή με όποιο τρόπο μπορεί να βάλει ο νους σου. Έτσι πήγα μια μέρα στους Ιταλούς και τους είπα: <Άιντε να γαμηθείτε, ρε σπαγγετίνες! Δε γουστάρω συνεταιριλίκια>.Ά

-Μου λέει ένας από αυτούς, <Μέλι στάζει το στοματάκι σου>, κι εγώ του τράβηξα μια γροθιά και χάλασα το δικό του. <Ακούστε κάτι>, τους είπα, <όπου σας πετύχω,

θα σας μαυρίσω στο ξύλο. Μη μου κολλάτε. Πάρτε δρόμο και μακριά από μένα>.

Για κακή τους τύχη, δεν πήραν τα λόγια μου τοις μετρητοίς. Μετά από δυο βδομάδες όπως βάδιζα στο δρόμο κατάλαβα πως είχα παρέα. Κάποιοι έρχονταν ξοπίσω μου. Σταμάτησα σ' ένα κατάστημα που πουλούσε είδη σπορ κι αγόρασα ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ που ζύγιζε 32 ουγκιές. Βγήκα από το μαγαζί και τράβηξα κατευθείαν για την απέναντι μεριά του δρόμου, κραδαίνοντας το ρόπαλο. Χωρίς να πω κουβέντα άρχισα να τους κοπανάω όπου έβρισκα. Από πάντα δούλευα το ρόπαλο με μαεστρία κι εξαιρετική δύναμη στ' αριστερά χτυπήματα. Τους έκανα κιμά. Έσπασα χέρια, πόδια, έσπασα παΐδια, έσπασα κεφάλια και έπειτα -για καλή μου τύχη- φάνηκε ένας μπάτσος. Αυτό στη γλώσσα των νομικών λέγεται <εγκληματική επίθεση>. Στο δικαστήριο, τα τρία πουλάκια φυσικά δεν άνοιξαν το στόμα τους, αλλά ήδη είχα πολύ κακή φήμη και οι μπάτσοι με είχαν πιάσει επί τω έργω. Ο δικαστής με δίκασε σαν ανήλικο και μ' άφησε να διαλέξω ανάμεσα σε 4 χρόνια στ ο κρατικό αναμορφωτήριο της Ελμίρα στη Νέα Υόρκη και το στρατό! Κείνη την ημέρα, για ευνόητους λόγους, πήρε τέλος η <παιδική μου ηλικία>.Ά

-Ο στρατός μ' άρεσε γιατί μ' έμαθε να σκέπτομαι υπεύθυνα. Μάλιστα μ' άρεσε τόσο πολύ, που μ' έκαναν τέσσερις φορές λοχία και λέω τέσσερις γιατί άλλες τρεις μ' είχαν ξηλώσει και μ' είχαν κάνει απλό φαντάρο. Συνήθως έτρωγα καμπάνες για τα πιο ηλίθια παραπτώματα. Π.χ. μας έδιναν ένα μακρύ κατάλογο όπου αναφέρονταν τα ονόματα διάφορων οργανώσεων κι ύστερα μας ζητούσαν να συμπληρώσουμε αν ανήκουμε σε κάποια απ' αυτές που 'χαν σαν στόχο τους την ανατροπή της Αμερικάνικης Κυβέρνησης. Εγώ έβαζα, <ναι> και τότε με πήγαιναν καροτσάκι σε κάποιον συνταγματάρχη. Τότε εγώ τους έλεγα: <Σαν ρεπουμπλικάνος που είμαι, φυσικό είναι να θέλω να φύγει ο Τρούμαν από την κυβέρνηση>. Τώρα που το σκέπτομαι, λέω τι μαλάκας που ήμουν, όμως τότε μου φαινόταν πολύ αστείο.Ά

-Όμως πάνω απ' όλα ο στρατός μου 'μαθε ένα επάγγελμα. Ήμουνα τυφεκιοφόρος και με το που πήρα τ' απολυτήριο, ήξερα να χειρίζομαι πολλούς τύπους όπλων. Ακόμα μ' έμαθε να σκέπτομαι: να μην κάνω μια κίνηση πριν έχω καταστρώσει κάποιο σχέδιο. Υπηρέτησα στο Φορτ Ντιξ, στο Φορτ Μπένινγκ και τέλος στην Κορέα. Πήρα το βάπτισμα του πυρός στη μάχη του Τσο-Σιν. Κάναμ σε αντιπερισπασμό για να διευκολύνουμε την απαγκίστρωση της πρώτης ταξιαρχίας των πεζοναυτών. Οι κίτρινοι τους είχαν στριμώξει για τα καλά εκεί πέρα, οπότε ορμήσαμε εμείς και κρατήσαμε τους βρομιάρηδες για πέντε μέρες περίπου, στο Γιουλού, μέχρι που μείναμε από πυρομαχικά. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που μας διέταξαν να τα παρατήσουμε και να πάρουμε μαύρο δρόμο. Μου 'χαν περισσέψει γύρω στις 5 σφαίρες και κοίταζα τριγύρω να βρω κανένα Τόμσον ημιαυτόματο, όταν οι αξιωματικοί μας είπαν να φύγουμε. Το 'βαλα στα πόδια κι άρχισα να τρέχω σαν λαγός. Δε φοβάμαι τη μάχη, αλλά δεν μπορείς να πολεμήσεις κάποιον μ' άδεια όπλα. Έτρεχα του καλού καιρού τραβώντας κάπου νότια, όταν είδα κάποιον πεσμένο φαρδύ πλατύ στην άκρη του δρόμου. Όπως πέρασα τρέχοντας κατοστάρι από πλάι του λαχανιάζοντας κι αγκομαχώντας σαν ατμομηχανή και μ' όλα μου τα μέλη να πονάνε από το πολύ τρέξιμο, τον άκουσα να φωνάζει από πίσω μου: <Έτσι μπράβο, λεβέντη μου. Χάζεψέ τους με την τρεχάλα σου, ώσπου να 'ρθουν ενισχύσεις>. Έβαλα τέτοια

γέλια, που απ' τη μια στιγμή στην άλλη, βρέθηκα ξαπλωμένος σ' ένα χαντάκι!Ά

-Ένα άλλο πράγμα που μου 'μαθε ο στρατός, ήταν η πίστη κι η αφοσίωση στη

φιλία. Απ' την αρχή της βασικής εκπαίδευσης, έγινα κολλητός με δυο άλλους. Ο ένας ήταν α πό τη Βοστόνη, επαγγελματίας κλέφτης, κι ο άλλος ένας σκληρός και αμίλητος τύπος από το Οχάιο. Γίναμε τριάδα ομοούσια και αχώριστη. Γυρνάγαμε μαζί, τα βάζαμε μ' όλο τον κόσμο και προσέχαμε ο ένας τον άλλο. Στην τελευταία μας αποστολή ο φίλος απ' τη Βοστόνη σκοτώθηκε από τη σφαίρα ενός κιτρινιάρη. Οποιοσδήποτε άλλος και να 'ταν θα τον είχα παρατήσει εκεί που είχε σωριαστεί, όχι όμως το φίλο μου. Έπρεπε να τον φέρω στη βάση μας.Εγώ και το παιδί απ' το Οχάιο τον κουβαλήσαμε εναλλάξ στις πλάτες 70 μίλια, _ναι, επτά μηδέν μίλια!_, μένοντας κάμποσες μέρες πιο πίσω από τους άλλους. Για μένα, η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμιά ιδιαίτερη αξία, πόσο μάλλον ένα πτώμα, αλλά εμείς οι τρεις είχαμε ξεκινήσει μαζί και μαζί έπρεπε να τελειώσουμε. Στη μάχη δε φοβήθηκα ποτέ, αλλά ήμουν ανήσυχος. Αυτό το συναίσθημα κατάφερα σιγά σιγά να το κοντρολάρω. Έτσι έμαθα να δρω πολύ προσεκτικά, όταν το περιβάλλον γύρω μου δε μου είναι 100% γνώριμο.Ά

-Δεν ένιωθα και πολύ άσχημα στο στρατό. Παραλίγο, μάλιστα, να γινόμουν

<μονιμάς> και τότε... θεούλη μου, τι φρούτο θα 'χανε ο υπόκοσμος! Μια μέρα,

όπως γυρίζαμε μ' ένα φίλο μου από μια επιδρομή, πέσαμε πάνω σ' ένα συνταγματάρχη δικό μας, που τον είχαν στη μέση και τον τραβολογούσαν τρεις

Βορειοκορεάτες. Του 'χαν τσακίσει τα παΐδια στο ξύλο και τον πήγαιναν πιο

κάτω για να τον περιποιηθούν ακόμη καλύτερα. Όμως τους χαλάσαμε τα σχέδια

στέλνοντάς τους στον άλλο κόσμο. Μια κι ο τύπος δεν μπορούσε να σταθεί στα

πόδια του, έπρεπε να τον κουβαλήσουμε στην πλάτη. Ήτανε μια απόσταση 15 μιλίων μέχρι τις γραμμές μας, αλλά μ' όλους αυτούς τους κιτρινιάρηδες που παραμόνευαν κρυμμένοι στους θάμνους και τις ρεματιές κάναμε 6 μέρες. Στο διάστημα αυτό πιάσαμε φιλίες με τον Συνταγματάρχη.Ά

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ :
Η ΑΥΤΗΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΣ Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ






-Μια μέρα καθόμουν στην πιτσαρία του Sunny και διάβαζα την Νταίηλυ Νιούζ της Νέας Υόρκης, όταν ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μου κάποιος γνωστός μου


που έπαιζε τους <αριθμούς> για να με ρωτήσει αν ήθελα να ποντάρω μαζί του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: