ΝΑΥΤΙΚΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ
Τότε, προτού το βγάλω το ρημάδι,
Του Πειραιά το βρόμικο λιμάνι
Στα νεανικά μου φάνταζε τα μάτια
Η θύρα που άνοιγε σ’ του κόσμου τα παλάτια.
Τώρα _αλίμονο_
Σε όλους τους χάρτες Βλέπω σημειωμένες,
Της μοναξιάς μου Τις συντεταγμένες.
***
ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ
Μέρες μου χαμένες,
Της αρμύρας μέρες,
Τι κι αν περασμένες,
Στη θύμηση νωπές,
Μέρες με το κύμα άλλοτε που λακούσα,
Κι άλλοτε με το κύμα που έβγαινα στις στεριές.
Πλοία μου θεόρατα,
του κορμιού μου δυνάστες,
Πέλαγα μου απέραντα,
Της ψυχής μου αλάνες,
Πόρτα μου πολύχρωμα,
ξωτικοί μου έρωτες,
της αρμύρας μέρες,
Από ιδρώτα και θάλασσα,
Μέρες μου χαμένες;
Μέρες κερδισμένες;
Μέρες κόρες-άσωτες,
Στης ζωής το αντάριασμα
Στη θύμηση νωπές·
Μέρες που το κύμα,
άλλοτε πολεμούσα,
Κι άλλοτε με το κύμα
γλίτων’ απ’ τις στεριές
***
ΠΡΥΜΑ
Στην πρύμη στέκω και κοιτάζω
την προπέλα,
Έτσι όπως άσπλαχνα αλέθει με τ’ απόνερα
Τους μήνες και τα χρόνια της ζωής μου.
***
1979
Αίφνης να κάνω όνειρα σταμάτησα,
Και τότε _αλίμονό μου_
Επιβάτης βρέθηκα σ’ ένα καράβι,
Που ‘χε την προπέλα του στην πλώρη.
***
ΩΡΑΙΟ ΚΑΙ ΕΠΙΚΕΡΔΕΣ
Από την πλώρη αγνάντευες
Του ονείρου σου τις πύλες,
Τις καμωμένες από μπλε,
Θολούρα και ηλιαχτίδες.
Κι απ’ το καμπούνι ανάλαφρος
Ψηλά ανασηκωνόσουν,
Και στον αέρα αρμένιζες
Μπροστά από το βαπόρι,
Ψάχνοντας πόρτα μυστικά
Με της ψυχής το μάτι,
_μοναδική σου ανταμοιβή.
Της θάλασσας εργάτη.
***
ΒΑΛΠΑΡΑΙΣΟ, ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Περνάει ο καιρός και μας σαπίζει.
Που ‘ναι οι μέρες που ‘κλαιγα
Για την αγάπη μιας Χιλιάνας
Πόρνης;
***
ΡΕΜΒΑΣΜΟΙ ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Παλιά, την Καραϊβική
Όταν περνούσα,
Και τύχαινε να πέφτει
κάποιο αστέρι,
Κρυφά μου το παρακαλούσα,
Αιώνια μιαν αγάπη να μου φέρει.
Μα πια την Καραϊβική
Όταν κροσσάρω βράδυ
Και τύχει κάποιο αστέρι,
να <φουντάρει>,
Η μόνη ευχή που νιώθω
πως μου κάνει,
Είναι να μη μου πέσει
στο κεφάλι.
***
ΜΟΙΡΑ ΜΟΙΡΑΙΑ
Θα ξαναφύγω ταξιδάκ¶
ως το Τόκιο,
Του Περικλή να φέρω ένα SEICO,
Του Γιώργη ένα μαγνητοφωνάκι.
Να μάσω και καμιά σαρανταριά
χιλιάρικα
_Έτσι ίσα για το σινεμά και τα σουβλάκια_
Ώσπου να ξαναφύγω.
***
ΟΜΙΧΛΗ
Η παγωμένη ανάσα
του Θεού _άσπρο σάβανο_
Από παντού μας ζώνει.
Φόβος!...
Κάποιου νεκρού η ψυχή
Κρατάει το τιμόνι!
***
10 ΔΕΚΕΜΒΡΗ 1967, ΣΤΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟ
(ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΡΙΣΗ - ΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΕΡΛΙΚΟΝ ΣΤΟ <Β.Π. ΛΑΣΚΟΣ>
ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΣΤΙΣ ΠΑΤΟΥΣΕΣ)
Αν οι καυτοί άνεμοι του πολέμου
Στ’ άγριο διάβα τους μου κόψουνε
το νήμα της ζωής,
Και το του βίου μου κεφάλαιο θα κλείσει
Με το κουφάρι μου λιπαίνοντας τη γης,
Πιότερο απ’ την ταφόπετρα θα αισθάνομαι
βαριές,
Κάμποσες απορίες
Και μια θλίψη,
για κάποιες που δε γνώρισα χαρές.
***
ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΤΟ 1972
Πλώρη για την Οντέσσα
όταν βάλαμε,
Οι πιότεροι από εμάς,
βαθιά μέσα μας νιώθαμε να καίει,
μια κρυφή χαρά κι ελπίδα.
Μα πόδι σαν πατήσαμε στο ντόκο,
Γυναίκα σαρανταπεντάρα αφίλητη
μας καλοδέχτηκε ο σοσιαλισμός τους.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΦΙΛΤΑΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ (ΞΕΜΠΑΡΚΟ)
Πόνε μου κερατά
Και ψυχοβγάλτη,
Ολούθε σε σεργιάνισα
Τόπους άλλους να λιμπιστείς
και να λακίσεις,
_ήσυχο επιτέλους να με αφήσεις,
την πλαστική μου ευημερία
να χαρώ.
Όμως εσύ τρόπους πάντα βρίσκεις
να με πηγαίνεις συνοδεία,
και να περνάς χωρίς δασμούς,
τα τελωνεία,
Ίσως γιατί στο κάτω κάτω
είσαι εγχώριο προϊόν.
***
BLACK OUT
Τα μηχανήματα χαλάσαν στο καράβι,
Και τούτο θεοσκότεινο ακούσια πορεία
έχει χαράξει, του χαμού.
ο Αχός μόνο ακούγεται
απ’ την αιώνια πάλη του αέρα με τη θάλασσα
_σίδερα που ζορίζονται και τρίζουν,
κεφάλια που τινάζονται,
μάτια που γυρεύουν του Χάρου τη σκιά
έξω στη βαρδιόλα.
Στην τιμονιέρα όλοι μαζωχτήκαμε,
και τη θεϊκή απόφαση προσμένοντας,
Άλλοι μιλούσαν για χειρότερα,
Άλλοι για τη βλάβη,
Κι άλλοι σωπαίνανε,
Τις αμαρτίες τους μετρώντας.
***
ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΩΝ (ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΤΕ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ)
Στην Κούβα από νωρίς μας κλειδαμπάρωναν,
Γιατί _λέει_ πολίτες ήμασταν
χώρας καπιταλιστικής.
Κι ύστερα στην Τζαμάικα
όπου <πιάναμε> για Bunkers,
Πόδι να αγγίξουμε στο χώμα
δε μας άφηναν,
Γιατί _λέει πάλι_ από την Κούβα
ερχόμασταν, χώρα άθεη και
κομμουνιστική.
Κι Εμείς;
Εμείς, όταν στο πέλαγο ανοιγόμασταν,
μούτζες ολούθε ρίχναμε:
Δεξιά, αριστερά, πάνω και κάτω.
***
ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
Να ‘ταν, όπως την πλώρη σου
ορθώνεις προς τα πάνω,
Ψηλά να τιναζόσουνα
Στα βάθη τ’ ουρανού
Κι εγώ ολόρθος και στητός
στην έρημη βαρδιόλα,
Να ‘ταν να σε διαφέντευα,
_άτι μου σιδερένιο_
μαστουρωμένος,
Από γαλαξιακή ακτινοβολία.
***
Μακριά _τόσο μακριά _ απ’ το σπίτι μας εφύγαμε,
Που ιδού μας τώρα οι καψεροί,
εδώ στην ξένη διαβιούμε νοσταλγούντες,
όσα πίσω μας αφήσαμε:
μέχρι και τις στιγμές ακόμη,
Που τόσο μας εφλόγιζε η ιδέα του φευγιού.
***
<ΣΑΝΤΑ ΜΑΡΙΑ>
Σαν το Κολόμβο αλαφροΐσκιωτος
αν τύχει και δεν είσαι,
Ποτέ πλώρη μη βάλεις
ωκεανό για να κροσσάρεις.
Γιατί, κύματα χίλια μέτρα
δε θα δεις,
Μήτε θεριά της θάλασσας
στη ρότα θ’ ανταμώσεις,
μήτε στεριές με δέντρα ροζ
και μοβ οροσειρές.
***
ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟ ΚΑΜΑΡΟΤΑΚΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ
Τ’ ανάθρεψε το έλατο,
μα η θάλασσα το πήρε.
Ως εγλυκοπιπίλιζε το θυμαρίσιο μέλι,
Στην άκρη βρέθηκε της γης,
με τη ματιά σβησμένη,
τη βρόμα όλου του ντουνιά
με το γλυκό το φλούδι,
να γεύεται σε μια βραδιά
μετά το μεροδούλι.
Κι η κοπελίτσα του χωριού
με το μακρύ φουστάνι,
γκέισα αίφνης έγινε,
και η σάρκινη ομορφιά της,
για χρήμα προσφερότανε.
και τα ‘χασε ο χωριάτης.
‘όπως το στήθος χάιδευε
της πόρνης το αφράτο,
κι όπως τον νου του παίδευε
ο γερο-Λεονάρδος,
που λόγια του ‘χε πει σκληρά
για τούτες τις γυναίκες,
και τι παθαίνει όποιος τολμά
μ’ αυτές να ‘χει κουβέντες.
Και πότε σκοτιζότανε,
και πότε παθιαζόταν,
Και το χωριό του ολάκερο
στο πιόμα του πνιγόταν,
και του χωριάτη ο λογισμός
είχε βαθιά θολούρα:
Στη Yokohama μια βραδιά
του ‘ρθε ο κόσμος τούμπα.
***
ΣΤΗ ΝΑΥΤΟΥΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΛΑΣΜΕΝΩΝ ΠΑΤΡΙΔΩΝ (ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΤΙΣ ΛΕΝΕ)
Ως τις άκριες της γης φτάσανε οι επιτήδειοι,
γυρεύοντας τον κρυμμένο θησαυρό _το άδειο σου στομάχι.
Κι από τις άκριες της γης σε κουβάλησαν,
για ν’ αναμετρηθούμε,
πιο γρήγορα απ’ τους δυο,
ποιος θα μπορέσει,
με ιδρώτα να γεμίσει τις πισίνες τους.
Κι εμένα ειδικά, μελαψέ αδερφέ,
που κατά ντιπ μαύρος δεν
ήμουνα,
δυο χέρια πίσσα την ψυχή μου την περάσανε,
κάνοντάς-με ρατσιστή.
***
ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Όλοι οι καημοί
και οι πίκρες μας,
μαύρος καπνός βγαίνουν
από το φουγάρο,
και ψηλά χάνονται στα βάθη
του ουρανού,
για ν’ ανταμώσουν ένα Θεό
που μήτε βλέπει, μήτε ακούει.
***
AMERICA LATINA
Από τούτες τις αυλές,
τις γεμάτες τροπικές μυρωδιές κι αγάπες άδολες,
ο θάνατος σαν περνά σε ξεκουφαίνει
και η χαρά όταν περνά σηκώνει σκόνη,
τόση,
που σκοτεινιάζει ο ντουνιάς.
Σε τούτες τις αυλές τις μακρινές,
ο πόνος ομορφαίνει τα μάτια,
και το δάκρυ της μάνας σαν βλέπει
ο ήλιος τη μέρα
πασχίζει να στεγνώσει _ο ήλιος, του δίκιου ο Θεός.
Σε τούτες τις αυλές που
_χρόνια τώρα_
η πείνα αντιμάχεται τα όνειρα,
οι κοπέλες λάβαρα σχίζουν και ράβουν.
Κι εκεί ανάμεσα στου ανθρώπου το τίποτε
_τα χαλάσματα_ και στου Θεού τα πάντα_
τη βλάστηση την τροπική_
μέρος πάντα θα βρεις να φυτέψεις μια ιδέα _πλάνα για ένα καλύτερο αύριο.
Σε τούτες τις αυλές οι κακουχίες γεννούν την αρετή,
και η αρετή γεννάει
τους άντρες τους θεόρατούς
που με τα χέρια τους κρατούν τον κόσμο
να μην πέσει.
***
ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΕ ΜΙΑ ΤΑΥΛΑΝΔΕΖΑ ΠΟΡΝΗ
Σ’ αυτόν τον κόσμο
που ψοφάει για ναυτικές
και πονεμένες ιστορίες,
Σ’ αυτόν τον κόσμο που
δεν ξέρει στάλα ν’ αγαπάει,
θαρρώ οι δυο μας άσπρη μέρα
δε θα δούμε.
Όμως σε χρόνους μακρινούς
μας βλέπω τιναγμένους
απ’ τη βία της αζήτητης αγάπης μας
σε ύψη δυσθεόρατα,
να σεργιανάμε σε γαλαξίες πνιγμένους
στα φώτα και τα χρώματα,
πάνω σε δυο τεράστια ιπτάμενα χαλιά:
το βιβλιάριο υγείας σου εσύ, κι εγώ το ναυτικό φυλλάδιό μου.
***
ΔΕΟΣ
Μαυρίλα ολούθε,
κύματα βουνά,
κι ένας αγέρας που τα θέλει
όλα δικά του.
Στημένος είσαι έξω στη βαρδιόλα
και ανασαίνεις την αντάρα.
Τούτη η θανάσιμη απειλή ανάστημα έχει
κι ομορφάδα.
***
SUNDA STRAIT
O διάολος πέρα στ’ ανοιχτά
δρόσιζε το κορμί του,
και η καυτή ανάσα του
ξεσήκωνε τυφώνες.
Αγάντα να προλάβουμε να μπούμε
στα Στενά.
Στο Κόμπε μας προσμένουνε
μεταξωτές γοργόνες.
Κι ό,τι κακό είναι να μας βρει,
κάλλιο στο γυρισμό·
_αν είναι να πνιγούμε,
με το κορμί ανάλαφρο
τη ρότα για Παράδεισο
ευθύς θε να τη βρούμε.
***
ΝΥΧΤΑ ΣΤΑ ΤΡΟΠΙΚΑ
Γιομάτο μυρωδιές
τ’ αγέρι
μέσα απ’ τις πάλμες και τις μανγκρόβες
όπως γλιστρά
γλυκά φιλάει το κορμί και το διεγείρει.
Κι ένα φεγγάρι ολόγιομο
με σκιές μύριες ντύνει
το τοπίο,
_έτσι όπως του πρέπει μισοκρυμμένο
να ‘ναι,
ονειρικά ακαθόριστο,
να ‘χεις μετά να το θυμάσαι
και να το ιστορείς
καταπώς του πρέπει:
φτιασίδια όλο, και υπερβολές.
***
ΣΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ
Είναι καιροί, κατά καιρούς
που δεν καλοκαιρεύει.
***
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
Εκείνο το πρωί
Στις άκριες του μεγάλου δρόμου
πλήθη ανθρώπων στριμωγμένα ήτανε
_Θε να περνούσε ο βασιλιάς.
Κι αλήθεια, μια άμαξα φάνηκε να ζυγώνει
πλουμιστή και χρυσαφένια
στη μέση μιας παράταξης
από καβαλαραίους πολύχρωμους
και μπακιρένιες μπάντες.
Κι όλος ο κόσμος φώναζε, <Ζήτω!!>
απ’ το υπερθέαμα συνεπαρμένος.
Και μέσα από την άμαξα ένα κατιτίς
_ένας άνθρωπος; μια στολή άδεια;_
το χέρι του κουνούσε...
***
ΥΠΕΡ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΤΕΩΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΒΑΣΙΛΙΑ ΚΑΙ ΝΥΝ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΙΑ
Πάνε χρόνια πολλά τώρα που κάποτε
σε είχα δει στην τηλεόραση,
ντυμένο με μια άσπρη νυχτικιά
να σπας τούβλα με χτυπήματα Καράτε.
Κι η απορία είναι ακόμη στο μυαλό μου,
και κοντεύει να σαπίσει. Ένα ερώτημα: Γιατί, αδελφοκτόνε;
***
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
Έτσι καθώς το βλέμμα μου
λιάζεται στο τελευταίο φως της μέρας
που παραλλάζει ανάλαφρα
το γαλάζιο του νερού και του ορίζοντα,
Κι έτσι όπως το πεδίο
το βρίσκω ακόμη πιο στενό,
στην 33η επέτειο των καλοκαιριάτικων ρεμβασμών μου,
ένα μονάχα αποζητώ,
ένας μονάχα είναι ο πόθος της ψυχής μου:
Μια στάλα κατανόηση, ένα σπυρί αγάπη.
Σκύρος, 9 Ιουλίου 1980
***
ΣΤΙΓΜΗ ΣΠΑΝΙΑΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Περνάς μέσα από σκέλια γυναικεία, ανοιχτά,
ξαναγεννιέσαι,
αναρριχιέσαι πάνω σε στήθια
άσπρα, τρυφερά,
ανακλαδιέσαι,
κοιτάς τον κόσμο με άλλο μάτι,
γυρνάς και με κερνάς
ένα ζωοδόχο χαμόγελο,
κι ύστερα απογειώνεσαι,
μόνο μου αφήνοντας με
να ονειρεύομαι
_τι άλλο;_ το γυρισμό σου.
***
ΝΕΦΟΣ
Η προκοπή μας όλη
μαύρο χτικιάρικο στοιχειό
στέκει πάνω από τον Λυκαβηττό.
***
ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Θέλω με κάποια να μοιραστώ,
τούτη την αγάπη που αναβρύζει
από το λάλημα των τζιτζικιών,
την κάψα του ήλιου,
τη σπλαχνικότητα του νησιώτικου τοπίου
τα γιομάτα φρούτα καφάσια στα μανάβικα,
τις απλωμένες πραμάτειες έξω απ’ τα Tourist Shops,
τη μεγαλοψυχία της θάλασσας,
τη φιλόξενη αγκαλιά της μεγάλης παραλίας,
τη γλυκιά διακριτικότητα
της καλοκαιριάτικης νύχτας.
***
ΤΗΣ ΖΩΗΣ Η ΑΝΗΦΟΡΑ (ΧΑ!)
Τούτο το αγκομαχητό
δε μου είναι άγνωστο,
Τούτο το δάκρυ που κυλάει
στο μάγουλό μου
μήτε μια στάλα με ξενίζει.
Τούτος ο αγκαθότοπος
που χρόνια τώρα τον βαδίζω
κακό δεν κάνει
στις γυμνές πατούσες μου _όχι πια.
Είμαι παιδί του ονείρου
της αλήθειας αποπαίδι
_και τούτη η μοίρα που στον Άδη
με οδηγά,
τον Άδη μου σε Κήπο της Εδέμ
μεταμορφώνει.
***
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
Στέκω στο κατώφλι
της νέας δεκαετίας
κι ατενίζω το δρόμο
που εμπρός μου απλώνεται.
Και νιώθω.... τι; Πιο ώριμος;
Χμ, μεγάλα λόγια.
Βαριεστημένος; Αυτό σίγουρα.
Μακάριοι οι αναχωρήσαντες.
***
ΠΟΡΤΟ ΡΑΦΤΗ (ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ ’81)
Έτσι μαζί με
τ’ αποφάγια από τα κυριακάτικα τσιμπούσια,
μαζί με το αλάτι της τελευταίας βουτιάς
που ξεπλένει
το γλυφό νερό,
νιώθω να φεύγουν από πάνω μου
και να χάνονται
κομμάτια απ’ την καρδιά μου,
κομμάτια από τη νιότη μου.
Και τα όνειρά μου,
άδεια κουτιά από γάλα τα βλέπω,
σκόρπια στο χέρσο οικόπεδο.
***
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ
Μάνα, σαν έρθουν τα παιδιά
να πουν τα κάλαντα
μην τ’ αποδιώξεις.
Όχι. Γιατί στ’ αλήθεια
τίποτε δε χάθηκε.
Ίσα-ίσα, θαρρώ πως
τώρα όλα αρχίζουν,
_τώρα που πήραμε τη μοίρα μας
στα χέρια μας
Και τη χαρά την ψάχνουμε
σιμά μας.
***
ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Επιτέλους! Οι κακοί στη φυλακή!
Κι όσο για τους καλούς,
κακοί, ψυχροί, κι ανάποδοι
_όπως πάντα.
Φοβάμαι!...
***
ΥΠΑΡΞΙΑΚΑΙ ΑΝΗΣΥΧΙΑΙ
Άσπρη πέτρα, ξέξασπρη,
κι από δόντια πλυμένα με ΚΩΛΟΤΡΥΨ ξεξασπρότερη!
Είμαι διανοούμενος, είμαι καλλιτέχνης
κι επαναστάτης είμαι ερασιτέχνης.
Να γενώ μεγάλος το ‘βαλα σκοπό
μα έχω μέγα δίλημμα υπαρξιακό:
Τι πιο πολύ μ’ αρέσει;
Οι κόρες του Καμπούρη, ή το κοκορέτσι;
Αν τύχει και το λύσω,
όλοι θε να σωθούν,
και τους γεννήτορές μου
θε να ευγνωμωνούν.
Κι άγαλμα θα μου στήσουνε από ακριβό λιθάρι,
Να ατενίζω αγέρωχος,
καβάλα σε καλάμι!
***
ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΗΡΕΙΑ
Αίφνης τα φώτα της Τροχαίας
φάνηκαν να λάμπουν,
ίδια χιλιόχρονες αγάπες,
οι άνθρωποι να περπατάνε στο κενό,
μια σπιθαμή πάνω απ’ το χώμα,
και τ’ αυτοκίνητα _γυαλιστερά-γυαλιστερά_
μοιάζανε μ’ ανεμότρατες,
φερμένες απ’ τον Άρη!...
***
ΈΛΛΕΙΨΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Δε με καταλαβαίνετε,
ω, ναι, ναι, ναι!
Κι είν’ τούτη η αδυναμία κατανόησης _η δική σας, ε;_
που σαν ομίχλη με κρύβει από τα μάτια σας,
κάθε που θέλω να σας παίξω κάποια πουστιά.
***
ΠΕΡΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΩΝ
Κάθε που αμφιβάλλεις για
τον ανδρισμό σου,
πιάνεις να γαργαλάς την τρύπα του αποτέτοιου σου (να βεβαιωθείς, λέει, πως όντως δεν... σ’ αρέσει!...)
Κάθε που αμφιβάλλεις για την ευφυΐα σου,
πασχίζεις κάποιον να <ρίξεις>.
Κάθε που αμφιβάλλεις για την αγάπη των άλλων,
πιάνεις να λες ψέματα, (τάχα μου πως εσύ τους... λατρεύεις!...)
Μα το χειρότερο:
Κάθε που κόπτεσαι
για τη σωτηρία της ψυχής σου,
πιάνεις να κλαις μπροστά
σε κάποιο εικόνισμα,
κρυμμένο έχοντας κάτω από
το μαντίλι σου
ένα μικρό κρεμμύδι.
ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ
Η βροχούλα δρόσιζε
το γερασμένο βράχο.
Τα σκίνα και τα πεύκα
πλένονταν με μοσχοσάπουνο.
Η γης βύζαινε τη θεία υγράδα
και πέρα στο λιβάδι τα στάρια,
λιανοί στρατιώτες του καλού, ύψωναν σιωπηλά
αξιόπρεπο παράστημα,
με τις κορφές τους μόλις μια ιδέα σκυμμένες
λες και σκέφτονταν την όμορφη ζωή
που τέλειωνε το θέρος.
Ένα άλογο δροσιζόταν στο ψιλόβροχο,
φιλοσοφώντας,
και κουνώντας κάπου κάπου ένα αυτί,
σαν για να διώξει κάποιαν άσχημη σκέψη.
***
ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΝΑ ΛΕΓΕΤΑΙ
Τσουβάλι λίρες οι κρυφές μου οι σκέψεις
και πολλές απ’ αυτές βεβαιότατα κάλπικες.
Η δειλία ο φρουρός τους
και το βράδυ ο Θεός τους.
Κατά τ’ άλλα στη ζωή μου τραβάω
τη γραμμή της συμβατικότητας,
κι ό,τι κι αν λέω
κι ό,τι κι αν κάνω,
τη σφραγίδα φέρει
της πεζότητα.
***
ΣΤΑ ΔΕΚΑΧΡΟΝΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΑΚΗ ΤΟΥ ΓΛΥΝΟΥ, ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ ‘82
Μέσα απ’ τα μάτια σου κοιτάζω τ’ αύριο
και μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα
των ευαισθησιών σου
βουτάει και ξανανιώνει
η γερασμένη μου ελπίδα.
***
ΠΑΡΩΧΗΜΕΝΟ
Ένας μικρός σταθμός μέσ’ στη ζωή μας
είν’ μια φορά κάθε εφτά ημέρες
που ο ήλιος πιο χαρούμενα χαϊδεύει το κορμί μας,
κι κόρες στα μαλλιά φορούν κορδέλες.
Γεμίζουμε τα σπίτια μας λουλούδια,
και την καρδιά μας από προσμονή,
_στο ράδιο βάζουμε τραγούδια,
ίσως το βράδυ κάτι ωραίο μας συμβεί.
Φορούμε τα καλά μας ρούχα
_οι άνδρες βάζουν λαιμοδέτη_
και τα παιδιά μας ικετεύουν, τέτοια μέρα,
τη σχολική να αγνοήσουμε μελέτη.
Μα ο ήλιος φεύγοντας αργότερα με βία
απ’ το παράθυρο γελάει που μας βλέπει,
αφού ο μόνος που δεν ένιωθε ανία,
ο κόμπος ήταν του κομψού μας λαιμοδέτη.
***
Πώς γίνεται κι από μέτρημα δε μάθαμε ποτέ μας;
Πώς γίνεται και ποτέ δεν καταλάβαμε
ότι δέκα μαχαιριές και μια πικρή κουβέντα
κάνουν έντεκα πληγές;
***
ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ L.P. ΤΟΥ MIKE OLDFIELD,
<.... Could you get us higher,
Could you get us lighter, Navigator (...)>
Ax, τούτη η μουσική,
που σαν τεράστιο μπαλόνι,
πάνω απ’ την πόλη με σηκώνει.
Και είναι η χαρά αφέντρα μου.
Κι αφέντης είμαι της χαράς μου.
Κι είμαι ένα τίποτα.
Κι είμαι όλα!
***
ΕΚΛΟΓΕΣ ‘89
Εμπρός παιδιά,
όλοι μαζί!
Με καινούριες ιδέες,
Για καλύτερες μέρες,
Συνασπισμένοι,
Στων καιρών τη φαυλότητα!
***
TI BI KAI ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ
Χτυπιέμαι πάνω στο γυαλί της οθόνης,
_όπως η μύγα στο τζάμι_
διέξοδο και λυτρωμό γυρεύοντας
από έναν κόσμο πνιγμένο
στα σκουπίδια.
***
ΠΕΡΣΙΚΟΣ ‘91 -ΚΟΣΟΒΟ ‘99
Οι Βαλκυρίες ξεσκονίζουν
τα κιτάπια τους,
Η Βαλχάλα φοράει τα γιορτινά της.
Κι ο θεός του <καλού>,
που στο τέλος πάντα θέλει νικητές
όσους το δίκιο έχουν με το μέρος τους,
έτσι αναπάντεχα φύλλο άλλαξε μα κι όνομα:
τώρα τον λέν’ Madelein Al(f)right
***
ΡΑΔΙΟΣΥΝΔΙΑΛΕΞΗ
<Έλα, καλή μου, περνάμε
έξω απ’ τη Μαδέρα·
σ’ αγαπώ>.
<Τι είπες;>
<Είπα: σ’ αγαπώ!>
<Έχει παράσιτα! Χάνεται η φωνή σου!>
***
ΠΕΝΤΕΛΗ, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ‘98, ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΦΩΤΙΑ
Εκεί που άλλοτε
άγγελοι ζευγαρώναν,
Τώρα δαιμόνους βλέπεις
ν’ αυνανίζονται.
***
ΕΛΛΗΝ ΜΟΝΟΛΟΓΩΝ
Κάπου μέσα μου χωμένος,
είν’ ο Βαλκάνιος κρυμμένος·
μα κι ο Μεμέτης,
Κι ο Ευρωπαίος,
Και προκοπή δε βλέπω,
ο καημένος.
***
ΒΙΖΑΚΑΠΑΤΝΑΜ (ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ)
Στο φόντο του ήλιου
όπως γεννάει τη νέα μέρα,
γυμνό ένα Ινδόπουλο
τρέχει μέσα στις λάσπες και
τα χόρτα.
Ξοπίσω του, δεμένο με ψιλή τριχιά,
τραβάει ένα χαρτάκι
_κάτι σαν του πρωτόπλαστου τον χαρταετό.
Κοιτώ και νιώθω λες
κι όλα στον κόσμο ετούτο τώρα αρχίζουν.
***
ΕΛΛΑΣ 1990
<Βουλιάζουμε!> όλοι μαζί φωνάζουνε,
καθώς όλοι μαζί τραβούν τον Πίρο.
***
SIGNE
Καλή νεράιδα,
πάρε με μακριά,
απ’ τα ντυμένα signe ψευδαισθήσεις
δίποδα,
που ακόμη κι όταν στα μάτια σε κοιτούν,
άλλα δε ζητούν
απ’ το αντικαθρέφτισμα
του στείρα ματαιόδοξου εαυτού τους.
***
ΣΚΥΛΑΚΙΑ
Ποιος θα το ‘λεγε!
Σε τούτες τις τρελές
και μολυσμένες μέρες όπου ζούμε,
στη μοναξιά μας φύτρωσαν
πόδια τέσσερα και ουρά.
***
ΣΕ ΜΙΑ ΕΞ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΕΩΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
Κάποτε _έτσι το νιώθω_
οι πόθοι μου για σένα
ναύτες θε να μπαρκάρουνε
στου γυμνού, αφράτου σου κορμιού
την πλουμιστή γαλέρα,
κορούλα του Βορρά.
Κι όσοι μόνο σε πόθησαν
δίχως να σε αγαπήσουν,
θε χάρη να μας κάνουνε
_ύψιστη προσφορά_
τους κάβους λύνοντάς μας.
***
ΑΥΤΑ ΜΑΣ ΦΑΓΑΝΕ
Έρωτες τρελοί, αδιέξοδοι,
Της ψυχής το αλάτι,
Των θεών η αμφισβήτηση,
Του πρέποντος, που θάνατο γεννάει,
ο θάνατος.
***
LIFE STYLE
Kώλοι,¶
μυριάδες κώλοι που ανατέλλουν
στο στερέωμα _aesthetically correct είναι η αλήθεια_
σημεία των καιρών και σύμβολα,
του αύριο που μας ξημερώνει.
***
ΠΡΟΣ ΚΥΡΙΟΝ ΑΙΤΗΣΗ ( ‘Η ΔΕΗΣΗ;)
‘Οταν θα φύγω,
αν καζάνι πάνω σε τρανή φωτιά δε θα μου πρέπει,
παρακαλώ-Σε: να μου λείπει ο Παράδεισος
_θαρρώ γνωρίζω ποιους θα συναντήσω εκεί,
και κάπως το φοβάμαι.
Κάνε μόνο απ’ τη Λαμπρή και μέχρι
τον Σεπτέμβρη _εσαεί_
άυλος ως θα είμαι, μόριο αύρας ν’ αλητεύω,
στου τόπου μου τις εξοχές,
τις νήσους και τις ζαφειρένιες θάλασσες.
***
ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ
Και με μια σύριγγα γυρεύεις να βρεθείς,
σε κόσμους ψεύτικους,
Για να ξεφύγεις...
από ένα κόσμο ψεύτικο.
GREAT WHITE
O καρχαρίας τι φταίει
που έτσι τεράστιο
η φύση τονε θέλησε
να τριγυρνάει στα πέλαγα
σαν το κακό το ριζικό,
πανχάφτης άβουλος;
Μα αν τύχει και μέσα
στο νερό ανταμωθείτε,
να ξέρεις: με μια, με δυο χαψιές
θα σε τελειώσει,
γι’ αυτό το χρόνο είθε
να βρεις και ν’ αγαλλιάσεις,
που η μοίρα τέτοιο τέλος
γρήγορο και ηρωικό
σου επεφύλαξε.
Καρχαρίες σαδιστές _το ξέρω και
το ξέρεις_ θε ν’ ανταμώσεις μόνο
στη στεριά.
***
Φορές είναι που τ’ ανθρώπινα
τα κρίματα στοιχειώνουν
_στοιχειά-σκιές που φευγαλέα
γλιστρούν ανάμεσα σε άψυχα
κι ανθρώπους
για να χαθούν στο βάθος κάποιου
δρόμου,
ουρλιάζοντας μέσ’ στην απόλυτη
σιωπή τους.
Ιεράπετρα, Αύγουστος ‘98
Στο φίλο και... σωτήρα μου Μανόλη.
ΑΡΧΑΙΟ ΠΝΕΥΜΑ, ΑΘΑΝΑΤΟ…
Τη σπάθα αφήνουν και το δόρυ,
Κι ακόντιο πιάνουν και κοτρόνι
-πια στόχο τον εχθρό δεν έχουν,
μόνο τον ήλιο σημαδεύουν.
Θέλουν η βολή τους να διατρέξει,
Το άπειρο με μιας ν’ αντέξει,
Τη μάζα της φωτιάς ν’ αγγίξει,
Και πέρα ως πέρα να τρυπήσει.
Στο στίβο αντίπαλους δε νιώθουν,
Όσους με αυτούς έχουν ίδιους στόχους.
Γιατί, στ’ αλήθεια, όποιος κερδίσει,
Θα’ χει τη μοίρα του νικήσει…
…Μια μοίρα που μας θέλει όλους,
ερμηνευτές σε άχαρους ρόλους,
μακελάρηδες της ζωής μας
κι αχρείους δυνάστες της ψυχής μας…
…έτσι που όποιος το πετύχει,
με άλμα είτε, είτε με ρίψη,
τον ήλιο-στόχο να αγγίξει,
θα ‘χει για όλους μας νικήσει…
…Σ’ του άθλου του το άσπρο νέφος,
ως θ’ ακουμπά και θ’ αποσταίνει,
ευθύς θα νιώσει λυτρωμένος,
απ’ ό,τι ανάξιο τον βαραίνει.
Και τότε με τον εαυτό του,
Ειρήνη θα ‘χει πια συνάψει
-ειρήνη_ανάσα αγέρα μυροφόρου,
που όλη την πλάση θ’ αγκαλιάσει.
Σωπάτε!…
Θαρρώ άκουσα
Του Μπρανκαλεόνε τους αλλοπαρμένους
Να ζυγώνουν κατά εδώ!
Μαζί τους να μας σύρουν
σ’ εκστρατείες μουρλές, θολές κι ανίερες,
έτσι γλιτώνοντάς μας
από τούτη την απίστευτη μιζέρια.
ΠΕΡΙ ΑΝΑΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΙΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ
Να πω, λοιπόν, να μου το γράψουν,
Για να το βλέπω και να ξέρω,
Στο λάθος να μην υποπέσω,
Κάποια ωραία Κυριακή,
Μεσ’ σε τζαμί να με συλλάβουν,
Ή σε καμιά Συναγωγή!
CHRIST’S (NOT ALL THAT HUMBLE,) SERVANT
Κάργια διαστάσεων τεραστίων,
Που παρασταίνει το ‘Αγιο Πνεύμα,
Και που όταν κλαίει δημοσίως,
Στην αγορά τα κρόμμυα… τέρμα
ΠΕΡΙ «ΔΙΔΥΜΩΝ»
Να ‘μαστε τώρα τρέχουμε,
Σαν τα ποντίκια πανικόβλητοι
Κι αμήχανοι
Μέσα στην παρακμή μας,
-θύματα μιας αντίληψης που θέλει
τον κόσμο να τελειώνει εκεί όπου σβήνεται
ο ήχος της πορδής μας.
=
# posted by Neptunus @ 2:27 PM 0 comments links to this post
Some poems from my days as a seaman
POEMS IN ENGLISH BY A. MIAOYLIS
BALKANS 1999
The time is ripe,
Medelein Al(f)right,
To pin upon
Your well-fleshed boobs,
Your skull-And-Bones
Gray-silvery brooch
Here. The ship is
Underway!
Sorry the color of your
Eyes I stole,
With me to take away
FOR PAM
Oh, how I wish
I’d see you,
The afterglow
Of your inner light
To flood my bleak
Surroundings,
My withering hope
To resurrect
Amid a riot of colors
-token of things better to come,
In times of promise barren
There we shall walk,
Down verdant paths,
Moist by tears
Of pains past
Nice and polite,
-Demurely instructive
To us all-
Though how very few, I ask
Have seen you dance
Naked,
In the safety of your
Private thoughts
T’ was back then,
‘fore I became
a sailor good and proper
that in my eyes yet so green
the harbor’s murky waters,
Somehow appeared to be
The gate accessing on to this
World’s riches too and wonders.
Alas, today,
Spread as they lay
Before my aging eyes,
All I can see in them charts,
In crimson all to boldly marked,
My loneness’s is
The Long. And Lat.
There, by the ship’s stern
As I lonely stand,
I watch the screw rotate,
Observing how,
together with the water of sea,
my life’s days it does stir,
from me pushing away,
down along the milky-foamy wake
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
_Remember those pine branches
Posing for a Christmas-Tree,
And how Santa always failed
Slide down your house
Chimney?
For Santa, on that Holy Night,
Out was, gambling with your Dad,
For you, your siblings, caring none!
How strange; even the sweetest
Fairy tale of all
Of value is only to the fortunate-ones
And the well-off…!
There I balance,
Walking down
The tight-rope
Of many a theories
-the perfect ignorant, albeit,
of things important!
So that my wretchedness
Void of real pain is,
But rather pregnant
With that something,
Which much more feels
Like dry ice…!
So here they came,
To –as they claimed_
Our foes chase away!
Armed to their teeth,
-A warriors’ creed,
Fearless of the fray!
Our enemies now in flee,
Our saviors we turn to see,
Though armed they still remain!
-«We do it for your own good!»
They hurry to explain.
Our faces crease to mirthless
Smiles,
And onto us descents the night,
As paper flags we wave with slight,
And all too tenuous fervor,
Thus greeting with a sinking heart
Our new Oppressors
Οποία μοίρα τραγική,
Γι’ αυτόν όπου στον τόπο ετούτο ζει,
Κι ερωτευμένος με την αφεντιά του,
Που δεν είναι!
So far away from home we’ve traveled,
That now,
In our yearning back home to head,
We even miss those moments past
When wish we did that
Far away from home we could have
Traveled.
Red flakes of hatred raw,
Down they swirl
And settle
On to this world,
Until by red a carpet
This world is fully covered-
-the perfect setting
For the warmongers and the terrorists
To have a ball!
He who of others speaks
In ways all but deserving,
While for himself reserves all
That is laudable,
What if he likes himself
To liken with an ocean.
In fact a chuckhole full
Of muddy water
He remains.
# posted by Neptunus @ 1:22 PM 1 comments links to this post
This page is powered by Blogger. Isn't yours?
About Me
My Photo
Name: Andreas Miaoulis
Location: Ierapetra, Lasithi Pref., Greece
Used to be a seaman. Now I just scan the horizon with my binoculars, pretending I am still standing on the wing of a freighter. Old habits die hard!
View my complete profile
Links
* Google News
* Edit-Me
* Edit-Me
archives
* June 2006
* March 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου